- χοντρόπετσος
- η , ο1) толстокожий; 2) перен. толстокожий, неотзывчивый, бесчувственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρόπετσος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χοντρό δέρμα, παχύδερμος 2. μτφ. αναίσθητος, ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + πέτσα (πρβλ. σκληρό πετσος)] … Dictionary of Greek
χοντρόπετσος — η, ο 1. αυτός που έχει χοντρό πετσί, παχύδερμος. 2. αναίσθητος, ασυνείδητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδρόπετσος — η, ο 1. αυτός που έχει σκληρή, τραχιά επιδερμίδα, ο χοντρόπετσος 2. ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + πετσί. ΠΑΡ. αδροπετσιάζω] … Dictionary of Greek
σκληρόδερμος — η, ο / σκληρόδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα τα μαλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός … Dictionary of Greek
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
παχύδερμος — η, ο 1. αυτός που έχει χοντρό δέρμα, χοντρόπετσος. 2. μτφ., αναίσθητος, αδιάφορος, άπονος, αφιλότιμος. 3. ως ουσ., παχύδερμα, τα κατηγορία θηλαστικών με εξαιρετικά χοντρό δέρμα (ελέφαντας, ρινόκερος κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλουδερός — ή, ό αυτός που έχει χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος, χοντρόπετσος, φλουδάτος: Φλουδερό καρπούζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)